- ομόφυτος
- ὁμόφυτος, -ον (Α)αυτός που εμφανίστηκε μαζί, που γεννήθηκε συνάμα, σύμφυτος («διὰ τὸ συγγενεστάτην αὐτὴν καὶ ὁμόφυτον εἶναι τῇ τοῡ ἀνθρωπου κατασκευῇ», Θεολ. Αριθμ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -φυτος (< φυτός < φύομαι), πρβλ. νεό-φυτος].
Dictionary of Greek. 2013.